Κοινωνική Ένταξη και Συνεκπαίδευση
Η κοινωνική ένταξη και η συνεκπαίδευση των παιδιών με Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους στόχους του Ινστιτούτου Συστημικής Ανάλυσης της Συμπεριφοράς. Η παιδαγωγική της ένταξης αποτελεί πλέον, και στην πατρίδα μας, θεσμοθετημένο δικαίωμα των παιδιών με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Συνεπώς, οι γονείς καλούνται να συνδράμουν τις προσπάθειες του φορέα, ο οποίος συντεταγμένος με την πολιτεία, επιδιώκει την ισότιμη μεταχείριση όλων των παιδιών, ανεξάρτητα από το βαθμό της αναπηρίας τους, καθώς και την πρόσβασή τους στην εκπαίδευση, αλλά και γενικότερα σε όλους του τομείς του κοινωνικού γίγνεσθαι.
Εξετάζοντας καινούργιες προοπτικές και αναζητώντας τρόπους για την αντιμετώπιση των αναγκών των παιδιών με αναπτυξιακές διαταραχές, θέτουμε ως αφετηρία τη διασφάλιση των κεκτημένων δικαιωμάτων τους, καθώς και τη βέλτιστη δυνατή αντιμετώπιση των αναγκών τους, βασιζόμενοι στην πολυετή ερευνητική και κλινική εμπειρία που διατίθεται στον τομέα της θεραπευτικής αντιμετώπισης των ατόμων με ΔΑΦ. Παράλληλα, θα πρέπει να αναζητούμε καινοτομίες που συμβάλλουν στην καλύτερη προσαρμογή των ατόμων αυτών στη σημερινή κοινωνία. Η ανάγκη εξατομικευμένων ψυχολογικών και εκπαιδευτικών παρεμβάσεων δεν καταργεί το δικαίωμα των παιδιών με ΔΑΦ για πρόσβαση στο γενικό σχολείο και για κοινωνική συμμετοχή. Σ’ αυτό το πλαίσιο αναδεικνύονται δύο πολύ σημαντικά δικαιώματα του παιδιού:
Το δικαίωμα εκπαίδευσης στο λιγότερο περιοριστικό περιβάλλον, παράμετρος που θα πρέπει να ορίζεται, όχι με χωροταξικά κριτήρια (βλ. κοινή σχολική στέγη για το παιδί με ιδιαίτερες ανάγκες και για παιδιά με τυπική ανάπτυξη), αλλά σύμφωνα με τις δυνατότητες για επί ίσοις όροις συν-λειτουργία με συνομηλίκους. Η συν-λειτουργία αυτή, αντί για παθητική συμμετοχή στο σχολικό βίο, προϋποθέτει μείωση στους περιορισμούς και μεγιστοποίηση της αυτονομίας του παιδιού με αναπτυξιακή διαταραχή. Συνεπώς, το πώς ορίζεται το λιγότερο περιοριστικό περιβάλλον κρίνεται εξατομικευμένα και μετά από προσεκτική ανάλυση της συμπεριφοράς του παιδιού, και όχι βάσει προκαθορισμένων, κοινών κριτηρίων για όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα από τις ιδιαίτερες ανάγκες τους.
Το δικαίωμα για πλέον αποτελεσματική εκπαίδευση και θεραπεία αφορά στην επιλογή των πιο αποτελεσματικών παιδαγωγικών και θεραπευτικών παρεμβάσεων και όχι διαδικασίες «δοκιμής και πλάνης», δηλαδή την τυχαία επιλογή μεθόδων παρέμβασης μέχρι να εντοπίσουμε την αποτελεσματικότερη.
Το πόσο περιοριστικό ή παρεμβατικό είναι το περιβάλλον ή οι μέθοδοι θεραπείας και εκπαίδευσης πρέπει να είναι αλληλένδετα συνδεδεμένο με την αποτελεσματικότητα αυτών των μεθόδων. Για να εξισορροπηθούν οι παράγοντες παρεμβατικότητας και αποτελεσματικότητας, ώστε να επιτευχθούν τα μέγιστα δυνατά οφέλη για το παιδί, απαιτείται ιδιαίτερη θεραπευτική εμπειρία, αλλά και ευαισθησία. Συγκεκριμένα, χρειάζεται να κριθεί ποια είναι η λιγότερο παρεμβατική μέθοδος που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε, χωρίς να μετριάσουμε τα παιδαγωγικά και θεραπευτικά οφέλη τα οποία το παιδί δύναται να αποκομίσει.